πλινθοδομή

πλινθοδομή
πλινθοδομία η
1) саманная или кирпичная кладка; 2) см. πλινθόκτισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλινθοδομή" в других словарях:

  • πλινθοδομή — η, Ν 1. δομική κατασκευή τής οποίας τα κύρια υλικά είναι οι πλίνθοι και η ασβεστοκονία 2. φρ. α) «δρομική πλινθοδομή» πλινθοδομή που κατασκευάζεται με τη χρήση μόνο δρομικών πλίνθων, δηλαδή με μια σειρά από πλίνθους τοποθετημένες με την πλατύτερη …   Dictionary of Greek

  • πλινθόκτισμα — ατος, το, Ν κτίσμα από πλίνθους, πλινθοδομή …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

  • Λέχαιο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.952 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, 8 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άσσου Λεχαίου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κολομπότσι. Αποτελεί αξιόλογο παραθεριστικό… …   Dictionary of Greek

  • Μαξέντιος, Μάρκος Αυρήλιος Βαλέριος — (Marcus Aurelius Valerius Maxentius, Ρώμη 278 – 312 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 12 μ.Χ.). Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και γαμπρός του Γαλέριου. Μετά την αναγκαστική παραίτηση που επέβαλε ο Διοκλητιανός στον πατέρα του το 305 μ.Χ., ο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»